- καλαρχινώ:
πρίν καλαρχινήσω — я не успел ещё. начать, я только начал было
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
πρίν καλαρχινήσω — я не успел ещё. начать, я только начал было
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
καλαρχινώ — άω και καλαρχινίζω 1. κάνω καλή αρχή 2. (συν. σε αρνητική πρότ.) μόλις αρχίζω («πριν ακόμα καλαρχινίσει ν ανοίξει στόμα», Βηλαρ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < καλ(ο) * + αρχινίζω / αρχινώ] … Dictionary of Greek
καλαρχινίζω — βλ. καλαρχινώ … Dictionary of Greek